Αγγλικά » Σλοβενικά

I . ef·fect [ɪˈfekt] ΟΥΣ

1. effect (consequence):

učinek αρσ
efekt αρσ

2. effect no πλ (influence):

vpliv αρσ

5. effect no πλ esp μειωτ (attention-seeking):

6. effect (essentially):

v bistvu

8. effect (sounds, lighting):

effects πλ
efekti αρσ πλ

II . ef·fect [ɪˈfekt] ΡΉΜΑ μεταβ

izvajati [στιγμ izvesti]
izvrševati [στιγμ izvršiti]

ˈafter-ef·fect ΟΥΣ

ˈside ef·fect ΟΥΣ

ˈsnow·ball ef·fect ΟΥΣ no πλ

spe·cial ef·ˈfect ΟΥΣ usu πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "effected" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina