I.snag [βρετ snaɡ, αμερικ snæɡ] ΟΥΣ
1. snag (hitch):
- intoppo αρσ
II.snag <forma in -ing snagging, παρελθ, μετ παρακειμ snagged> [βρετ snaɡ, αμερικ snæɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. snag (tear):
- impigliare (on in)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.