I.boom2 [βρετ buːm, αμερικ bum] ΟΥΣ
II.boom2 [βρετ buːm, αμερικ bum] ΕΠΊΘ before ουσ
- boom share
III.boom2 [βρετ buːm, αμερικ bum] ΡΉΜΑ μεταβ
1. boom αμερικ (cause to grow):
IV.boom2 [βρετ buːm, αμερικ bum] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. boom (prosper):
- boom prices:
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.