I.weed [αμερικ wid, βρετ wiːd] ΟΥΣ
1.1. weed C (wild plant):
- hierbajo αρσ
2.2. weed (tobacco) αργκ, παρωχ:
II.weed [αμερικ wid, βρετ wiːd] ΡΉΜΑ μεταβ
weed garden/flowerbed:
- desmalezar λατινοαμερ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.