I.trim <comp trimmer, superl trimmest> [αμερικ trɪm, βρετ trɪm] ΕΠΊΘ
2. trim (neat):
II.trim [αμερικ trɪm, βρετ trɪm] ΟΥΣ
2. trim C (cut):
- recorte αρσ
3.1. trim U:
- tapicería θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.