I.trickle [αμερικ ˈtrɪk(ə)l, βρετ ˈtrɪk(ə)l] ΡΉΜΑ αμετάβ + επίρρ συμπλήρ
1. trickle (flow):
2. trickle (arrive, go):
II.trickle [αμερικ ˈtrɪk(ə)l, βρετ ˈtrɪk(ə)l] ΡΉΜΑ μεταβ
III.trickle [αμερικ ˈtrɪk(ə)l, βρετ ˈtrɪk(ə)l] ΟΥΣ
- hilo αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.