I.hail2 [αμερικ heɪl, βρετ heɪl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hail (call to):
2. hail (acclaim, welcome):
II.to hail from ΡΉΜΑ αμετάβ
to hail from person:
III.hail2 [αμερικ heɪl, βρετ heɪl] ΕΠΙΦΏΝ αρχαϊκ or λογοτεχνικό
- ¡salve! αρχαϊκ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.