I.bob1 <μετ ενεστ bobbing; παρελθ, μετ παρακειμ bobbed> [αμερικ bɑb, βρετ bɒb] ΡΉΜΑ αμετάβ (move abruptly)
II.bob1 <μετ ενεστ bobbing; παρελθ, μετ παρακειμ bobbed> [αμερικ bɑb, βρετ bɒb] ΡΉΜΑ μεταβ
2. bob (make):
III.bob1 [αμερικ bɑb, βρετ bɒb] ΟΥΣ
2. bob (curtsy):
- reverencia θηλ