Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „vol.“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

vol., vol ΟΥΣ

vol. συντομογραφία: volume

vol.
Bd.
vol. (measure)
vol.

Βλέπε και: volume

vol-au-vent [ˈvɒlə(ʊ)vɑ͂(ŋ), αμερικ ˌvɔ:loʊˈvɑ͂(n)] ΟΥΣ ΜΑΓΕΙΡ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Experiential activities for teaching career counseling classes and facilitating career groups (vol. 1).
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文