Αγγλικά » Γερμανικά

stair [steəʳ, αμερικ ster] ΟΥΣ

ιδιωτισμοί:

above stairs βρετ dated
below stairs βρετ dated

ˈstair car·pet ΟΥΣ

stair carpet

ˈstair-rail ΟΥΣ

ˈturn·pike stair ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

helical stair

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文