Αγγλικά » Γερμανικά

ˈkiss-off ΟΥΣ αμερικ οικ

kiss-off
Laufpass αρσ οικ
to give sb the kiss-off (lover)
to give sb the kiss-off (employee)
jdn feuern οικ
to give sb the kiss-off (employee)

I . kiss off ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ

1. kiss off αργκ (go away):

abhauen αργκ
sich αιτ verziehen οικ
hau ab! αργκ

2. kiss off (die):

abkratzen αργκ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

hau ab! αργκ
to give sb the kiss-off (employee)
jdn feuern οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文