Αγγλικά » Γερμανικά

I . ˈbig-time ΕΠΊΡΡ αμετάβλ οικ (in a big way)

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

große Nummer οικ
Spitzenpolitiker(in) αρσ (θηλ)
Obergauner(in) αρσ (θηλ) οικ
to make the big time οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "big time" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文