I.liberal [βρετ ˈlɪb(ə)r(ə)l, αμερικ ˈlɪb(ə)rəl] ΟΥΣ a. Liberal (gen) ΠΟΛΙΤ
- libéral/-e αρσ/θηλ
II.liberal [βρετ ˈlɪb(ə)r(ə)l, αμερικ ˈlɪb(ə)rəl] ΕΠΊΘ
1. liberal:
- liberal μειωτ
3. liberal (generous):
- généreux/-euse
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.