Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

legitimieren στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για legitimieren στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

legitimate → legitimize

Βλέπε και: legitimize

illegitimacy [βρετ ɪlɪˈdʒɪtɪməsi, αμερικ ˈˌɪ(l)ləˈdʒɪdəməsi] ΟΥΣ (all contexts)

illegitimate [βρετ ˌɪlɪˈdʒɪtɪmət, αμερικ ˌɪləˈdʒɪdəmət] ΕΠΊΘ (all contexts)

legitimieren στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για legitimieren στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

legitimise ΡΉΜΑ μεταβ βρετ, αυστραλ, legitimize [lɪˈdʒɪtəmətaɪz, αμερικ ləˈdʒɪt̬ə-] ΡΉΜΑ μεταβ

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski