Betrieb <-(e)s, -e> SUBST αρσ
1. Betrieb (Unternehmen):
-
Betrieb
-
επιχείρηση θηλ
2. Betrieb (Werk):
-
Betrieb
-
εργοστάσιο ουδ
3. Betrieb nur ενικ (das Betreiben):
-
Betrieb
-
λειτουργία θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.