Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψύξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψύξ|η <-εις> [ˈpsiksi] SUBST θηλ

1. ψύξη (πάγωμα):

ψύξη
Frieren ουδ

2. ψύξη (πρόκληση κρύου):

ψύξη
Kühlung θηλ
ψύξη σε κενό
Kühlwasser ουδ
Kühlsystem ουδ

3. ψύξη (σώματος):

ψύξη
Unterkühlung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ψύξη

ψύξη σε κενό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский