Ελληνικά » Γερμανικά

I . πεθ|αίνω <-ανα, -αμένος> [pɛˈθɛnɔ] VERB μεταβ (σκοτώνω)

πεθαίνω

II . πεθ|αίνω <-ανα, -αμένος> [pɛˈθɛnɔ] VERB αμετάβ

1. πεθαίνω (παύω να ζω):

πεθαίνω
πεθαίνω από καρκίνο
an Krebs δοτ sterben
πεθαίνω από πείνα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский