Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντριπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντριπτικ|ός <-ή, -ό> [sindriptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συντριπτικός (πλειοψηφία):

συντριπτικός

2. συντριπτικός (ήττα, πλήγμα):

συντριπτικός

3. συντριπτικός ΙΑΤΡ:

Trümmerbruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский