Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάταγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάταγμα [ˈkataɣma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

κάταγμα
Bruch αρσ
κάταγμα
Fraktur θηλ
κάταγμα δακτύλου ποδός
Zehenbruch αρσ
κάταγμα σπονδύλου
Wirbelbruch αρσ
κάταγμα του κρανίου
Schädelbruch αρσ
συντριπτικό κάταγμα
Trümmerbruch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κάταγμα

κάταγμα σπονδύλου
συντριπτικό κάταγμα
Zehenbruch αρσ
κάταγμα του κρανίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский