Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντροφεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντροφ|εύω <-εψα> [sindrɔˈfɛvɔ] VERB μεταβ

1. συντροφεύω (κάνω παρέα):

συντροφεύω κάποιον

2. συντροφεύω (συνοδεύω):

συντροφεύω

3. συντροφεύω (συνεταιρίζομαι):

συντροφεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский