Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύντριμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντρίμμι [sinˈdrimi], σύντριμμα [ˈsindrima] SUBST ουδ

1. συντρίμμι (θραύσμα):

Bruchstück ουδ

2. συντρίμμι (γυαλιού, πορσελάνης, πηλού):

Scherbe θηλ

3. συντρίμμι μτφ (ψυχικό ερείπιο):

Wrack ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский