Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντρίβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συντρί|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [sinˈdrivɔ] VERB μεταβ

1. συντρίβω (θρυμματίζω):

συντρίβω

2. συντρίβω (καταλυπώ):

συντρίβω

3. συντρίβω (εχθρό, ελπίδες):

συντρίβω

II . συντρίβομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συντρίβομαι (αντικείμενο, αεροπλάνο):

2. συντρίβομαι (για εχθρό, ελπίδες):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский