Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κληρονόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κληρονόμος [klirɔˈnɔmɔs] SUBST mf

κληρονόμος
Erbe αρσ (Erbin) θηλ
κύριος κληρονόμος
Haupterbe αρσ
μοναδικός κληρονόμος
Alleinerbe αρσ
αναγκαίος κληρονόμος
Noterbe αρσ
νόμιμος κληρονόμος
Erbeinsetzung θηλ
Erbenhaftung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κληρονόμος

νόμιμος κληρονόμος
κύριος κληρονόμος
Haupterbe αρσ
μοναδικός κληρονόμος
Alleinerbe αρσ
αναγκαίος κληρονόμος
Noterbe αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский