Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κληρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kliˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. κληρώνω (αποφασίζω με λαχνό):

κληρώνω

2. κληρώνω (χαρίζω με βάση την κλήρωση):

κληρώνω

3. κληρώνω (τραβώ):

κληρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский