Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νόμιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νόμιμ|ος <-η, -ο> [ˈnɔmimɔs] ΕΠΊΘ

1. νόμιμος (όχι αθέμιτος):

νόμιμος

2. νόμιμος (κληρονόμος κτλ):

νόμιμος

3. νόμιμος (παιδί):

νόμιμος

Παραδειγματικές φράσεις με νόμιμος

νόμιμος κληρονόμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский