Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοναδικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοναδικ|ός <-ή, -ό> [mɔnaðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μοναδικός (μόνος):

μοναδικός

2. μοναδικός (ασύγκριτος):

μοναδικός

Παραδειγματικές φράσεις με μοναδικός

μοναδικός κληρονόμος
Alleinerbe αρσ
μοναδικός ιδιοκτήτης
μοναδικός κατασκευαστής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский