Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασκευαστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασκευαστ|ής (κατασκευάστρια) [katascɛvasˈtis, katascɛˈvastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κατασκευαστής (κατασκευάστρια)
Hersteller(in) αρσ (θηλ)
μοναδικός κατασκευαστής

Παραδειγματικές φράσεις με κατασκευαστής

μοναδικός κατασκευαστής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский