Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοναξιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοναξιά [mɔnaˈksça] SUBST θηλ

μοναξιά
Einsamkeit θηλ
ζει στη μοναξιά

Παραδειγματικές φράσεις με μοναξιά

ζει στη μοναξιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский