Ελληνικά » Γερμανικά

κατηχητής (κατηχήτρια) [katiçiˈtis, katiˈçitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κατηχητής (κατηχήτρια)
Katechist(in) αρσ (θηλ)

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST αρσ, κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST θηλ

κατηγορητήριο [katiɣɔriˈtiriɔ] SUBST ουδ

κατηγορία [katiɣɔˈria] SUBST θηλ

1. κατηγορία (ενοχοποίηση: γενικά):

Beschuldigung θηλ

2. κατηγορία (ενοχοποίηση) ΝΟΜ:

Anklage θηλ

κατήφορος [kaˈtifɔrɔs] SUBST αρσ, κατηφοριά [katifɔˈri̯a], κατηφόρα [katiˈfɔra] SUBST θηλ

1. κατήφορος (δρόμος):

Gefälle ουδ

2. κατήφορος (έδαφος):

Abhang αρσ

κατήχησ|η <-εις> [kaˈtiçisi] SUBST θηλ

1. κατήχηση ΘΡΗΣΚ:

2. κατήχηση (μύηση σε ιδεολογία):

κατηγορ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katiɣɔˈrɔ] VERB μεταβ

1. κατηγορώ ΝΟΜ (στο ακροατήριο):

2. κατηγορώ ΝΟΜ (στη διερευνητική διαδικασία):

3. κατηγορώ (στην άσκηση ποινικής δίωξης):

κατήφεια [kaˈtifia] SUBST θηλ

κατηγόρημα [katiˈɣɔrima] SUBST ουδ

κατηγόρημα ΓΛΩΣΣ, ΜΑΘ
Prädikat ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский