Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατηχητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατηχητής (κατηχήτρια) [katiçiˈtis, katiˈçitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κατηχητής (κατηχήτρια)
Katechist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский