Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατήχηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατήχησ|η <-εις> [kaˈtiçisi] SUBST θηλ

1. κατήχηση ΘΡΗΣΚ:

κατήχηση

2. κατήχηση (μύηση σε ιδεολογία):

κατήχηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский