Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατηφορίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατηφορί|ζω <-σα> [katifɔˈrizɔ] VERB αμετάβ (δρόμος, έδαφος, οδοιπόρος)

κατηφορίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский