Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατηγορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατηγορία [katiɣɔˈria] SUBST θηλ

1. κατηγορία (ενοχοποίηση: γενικά):

κατηγορία
Beschuldigung θηλ

2. κατηγορία (ενοχοποίηση) ΝΟΜ:

κατηγορία
Anklage θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κατηγορία

κατηγορία θηλ κινδύνου
φορολογική κατηγορία
αυτό ανήκει σε άλλη κατηγορία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский