Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατήγορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατήγορος [kaˈtiɣɔrɔs] SUBST mf ΝΟΜ

κατήγορος
Ankläger(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με κατήγορος

δημόσιος κατήγορος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский