Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακλήτευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακλήτευτ|ος <-η, -ο> [aˈklitɛftɔs] ΕΠΊΘ (μάρτυρας)

ακλήτευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский