Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκληρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκληρ|ος <-η, -ο> [ˈaklirɔs] ΕΠΊΘ

1. άκληρος (χωρίς κληρονόμους):

άκληρος

2. άκληρος (χωρίς παιδιά):

άκληρος

3. άκληρος (χωρίς περιουσία):

άκληρος

4. άκληρος (χωρίς κληρονομική μερίδα):

άκληρος

5. άκληρος (καημένος):

άκληρος
arm

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский