Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακληρονόμητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακληρονόμητ|ος <-η, -ο> [aklirɔˈnɔmitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακληρονόμητος (άτομο):

ακληρονόμητος

2. ακληρονόμητος (περιουσία):

ακληρονόμητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский