Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκλαυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκλαυτ|ος <-η, -ο> [ˈaklaftɔs] ΕΠΊΘ

1. άκλαυτος (που δεν τον έκλαψε κανείς):

άκλαυτος

2. άκλαυτος (που δεν έκλαψε):

άκλαυτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский