Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακμαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακμαί|ος <-α, -ο> [akˈmɛɔs] ΕΠΊΘ

1. ακμαίος (άνθρωπος):

ακμαίος και μτφ

2. ακμαίος (γέρος άνθρωπος):

ακμαίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский