Γαλλικά » Γερμανικά

accouchée [akuʃe] ΟΥΣ θηλ

I . accoucher [akuʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. accoucher οικ (parler):

los, raus damit! οικ

Παραδειγματικές φράσεις με accouchées

service des accouchées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina