I.pick1 [βρετ pɪk, αμερικ pɪk] ΟΥΣ
1. pick (choice):
- scelta θηλ
2. pick (best):
II.pick1 [βρετ pɪk, αμερικ pɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pick (choose, select):
- to pick a fight (physically)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.