Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ροπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ροπή [rɔˈpi] SUBST θηλ

1. ροπή (κλίση):

ροπή προς
Neigung αρσ zu
(μέση) ροπή αποταμίευσης ΟΙΚΟΝ
(μέση) ροπή κατανάλωσης ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский