Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρόπτρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρόπτρο [ˈrɔptrɔ] SUBST αρσ

1. ρόπτρο (πόρτας):

ρόπτρο
Türklopfer αρσ

2. ρόπτρο (καμπάνας):

ρόπτρο
Klöppel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский