Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προβάδισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προβάδισμα [prɔˈvaðizma] SUBST ουδ

προβάδισμα
Vorrang αρσ
έχω το προβάδισμα έναντι κάποιου

Παραδειγματικές φράσεις με προβάδισμα

έχω το προβάδισμα έναντι κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский