Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλέ|κω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈplɛkɔ] VERB μεταβ

1. πλέκω (πουλόβερ):

πλέκω

2. πλέκω (δαντέλα):

πλέκω

3. πλέκω (καλάθι, στεφάνι):

πλέκω

4. πλέκω (δίχτυ):

πλέκω

Παραδειγματικές φράσεις με πλέκω

πλέκω ειδύλλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский