Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλεκτό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλεκτό

πλεκτό s. πλεχτό

Βλέπε και: πλεχτό

πλεχτό [plɛxˈtɔ] SUBST ουδ (πουλόβερ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский