Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπαλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [baˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. μπαλώνω (ρούχο, σαμπρέλα):

μπαλώνω

2. μπαλώνω (κάλτσες):

μπαλώνω

II . μπαλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ (αποκομίζω κέρδος)

Παραδειγματικές φράσεις με μπαλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский