Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπάλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπάλωμα [ˈbalɔma] SUBST ουδ

1. μπάλωμα (η πράξη: ρούχου, σαμπρέλας):

μπάλωμα
Flicken ουδ

2. μπάλωμα (η πράξη: κάλτσας):

μπάλωμα
Stopfen ουδ

3. μπάλωμα (σε ρούχο, σαμπρέλα):

μπάλωμα
Flicken αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский