Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μειώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μειώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [miˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. μειώνω (λιγοστεύω, μικραίνω):

μειώνω

2. μειώνω μτφ (ταπεινώνω):

μειώνω

Παραδειγματικές φράσεις με μειώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский