Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μειωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μειωτικ|ός <-ή, -ό> [miɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μειωτικός (που προκαλεί μείωση):

μειωτικός

2. μειωτικός μτφ (ταπεινωτικός):

μειωτικός

3. μειωτικός ΒΙΟΛ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский